αργό πετρέλαιο

αργό πετρέλαιο
cуровата  нафта

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • κηροζίνη — Λέξη ρωσικής προέλευσης, που χαρακτηρίζει τα προϊόντα της απόσταξης των ακατέργαστων ορυκτελαίων μεταξύ 150°C και 310°C. Αυτά τα προϊόντα (κλάσματα) της απόσταξης ονομάζονται πετρέλαιο υπό στενή έννοια. Ωστόσο, ο όρος πετρέλαιο έχει καθιερωθεί να …   Dictionary of Greek

  • Μπαχρέιν — Νησιωτικό κράτος της Μέσης Ανατολής, μεταξύ της χερσονήσου του Κατάρ και της Σαουδικής Αραβίας.Το Μ. διαιρείται διοικητικά σε 12 διαμερίσματα (σε παρένθεση η τοπική ονομασία και οι πληθυσμοί σύμφωνα με την απογραφή του 2001): Αλ Μανάμα (Al… …   Dictionary of Greek

  • δεξαμενόπλοιο — Σκάφος που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά υγρών φορτίων, όπως αργό πετρέλαιο και πετρελαιοειδή, υγροποιημένα αέρια, διάφορα χημικά προϊόντα, τρόφιμα κ.ά. Τα σκάφη αυτά διαθέτουν ένα κατάστρωμα, ενώ οι χώροι φόρτωσής τους διαχωρίζονται με… …   Dictionary of Greek

  • Αντίγκουα και Μπαρμπούντα — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Υπάγεται στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Υπήνεμων Νήσων (Leeward Islands), στο ανατολικό άκρο της Καραϊβικής θάλασσας.Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.… …   Dictionary of Greek

  • Καμπίντα — (Cabinda). Θύλακος της Αγκόλα, στις δυτικές ακτές της Αφρικής, ο οποίος αποτελεί διοικητική περιφέρεια (7.239 τ. χλμ., 199.000 κάτ.). Συνορεύει Β με τη Δημοκρατία του Κονγκό, Ν και Α με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ενώ Δ βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Κιρκούκ — (Kirkuk). Πόλη (περ. 800.000 το 2002) του Ιράκ, πρωτεύουσα του κυβερνείου Ταμίν.Βρίσκεται στην κουρδική περιοχή και είναι χτισμένη κοντά στην αριστερή όχθη του μικρού ποταμού Zαμπ, παραπόταμου του Tίγρη, στα ΝΑ της Mοσούλης. Ήταν γνωστή ως αγορά… …   Dictionary of Greek

  • Κρασνοντάρ — (Krasnodar). Πόλη (644.900 κάτ. το 2003) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (76.000 τ. χλμ., 4.987.600 κάτ. το 2002). Χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Κουμπάν, 250 χλμ. ΝΔ του Poστόφ, είναι σημαντικό ποτάμιο λιμάνι και σιδηροδρομικός …   Dictionary of Greek

  • λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… …   Dictionary of Greek

  • Μπέερ Σεβά — Πόλη (160.364 κάτ. το 1997) του Ισραήλ. Πόλη που ιδρύθηκε πρόσφατα, είναι κτισμένη, σύμφωνα με το σχέδιο γεωργικής και μεταλλευτικής αξιοποίησης της περιοχής των εγγειοβελτιωτικών έργων της Nεγκέβ, σε μια αρχαία τοποθεσία που έδειχνε το νότιο… …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιοκηλίδα — η κηλίδα που σχηματίζεται σε θάλασσες, λίμνες, ποταμούς από αργό πετρέλαιο το οποίο συνήθως διαρρέει από δεξαμενόπλοια (πετρελαιοφόρα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”